μακελλεύω

μακελλεύω
και μακελλεύγω (AM μακελλεύω, Μ και μακελλεύγω) [μάκελλον]
νεοελλ.
1. κακοποιώ, δέρνω
2. μέσ. μακελλεύομαι
κόβομαι, τραυματίζομαι βαριά* || (νεοελλ.-μσν.) σφάζω, σκοτώνω
μσν.
διαμελίζω, ξεσχίζω, κομματιάζω
αρχ.
έχω κρεοπωλείο, είμαι κρεοπώλης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μακέλλεμα — το (Μ μακέλλεμα) [μακελλεύω] σφαγή νεοελλ. εκτεταμένος και βαρύς τραυματισμός, κόψιμο σε διάφορα σημεία, κυρίως με μαχαίρι μσν. σφαγμένο ζώο, σφαχτάρι που προοριζόταν για φαγητό …   Dictionary of Greek

  • μακελλεμός — μακελλεμός, ὁ (Μ) [μακελλεύω] ομαδική σφαγή ανθρώπων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”